ἀπεχθάνεται

ἀπεχθάνεται
ἀπεχθάνομαι
to be hated
pres ind mid 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διψομανία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από παροξυσμούς ακατανίκητης τάσης προς πόση. Ο διψομανής δεν προτιμά κατ’ ανάγκη τα οινοπνευματούχα ποτά, αλλά συχνά πίνει κάθε είδους υγρό, όπως τεράστιες ποσότητες νερού, γάλακτος κ.ά., ενώ σε ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • μίσυβρις — μίσυβρις, ιος, ό, ἡ (Α) αυτός που απεχθάνεται την ύβρη, δηλ. την αλαζονεία, την αυθάδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ὕβρις (πρβλ. παύσ υβρις, φίλ υβρις)] …   Dictionary of Greek

  • μισογόης — μισογόης, ητος, ὁ (Α) αυτός που απεχθάνεται την απάτη ή την ταχυδακτυλουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + γόης «θαυματοποιός, απατεώνας»] …   Dictionary of Greek

  • μισογύνης — ο (Α μισογύνης) αυτός που μισεί τις γυναίκες νεοελλ. αυτός που απεχθάνεται τη σαρκική μίξη με τις γυναίκες αρχ. 1. προσωνυμία τού Ευριπίδου 2. προσωνυμία τού Ηρακλέους στους Φωκείς 3. ως κύριο όν. Μισογύνης τίτλος έργου τού Μενάνδρου. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • μισοκερδής — μισοκερδής, ές (Α) αυτός που μισεί και απεχθάνεται το αισχρό κέρδος, τα ανέντιμα κέρδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + κερδής (< κέρδος), πρβλ. φιλο κερδής] …   Dictionary of Greek

  • μισοϊουδαίος — μισοϊουδαῑος, ὁ (Α) αυτός που μισεί, που απεχθάνεται τους Ιουδαίους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + Ἰουδαῖος] …   Dictionary of Greek

  • μισόγελως — μισόγελως, έλωτος, ό, ἡ (Α) αυτός που μισεί, που απεχθάνεται το γέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + γέλως, ωτος (πρβλ. φιλό γελως)] …   Dictionary of Greek

  • μισόδημος — μισόδημος, ον (Α) αυτός που μισεί, που απεχθάνεται τον δήμο, τον λαό ή το δημοκρατικό πολίτευμα ή την ενασχόληση με τα κοινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + δημος (< δῆμος), πρβλ. φιλό δημος] …   Dictionary of Greek

  • μισόθηρος — μισόθηρος, ον (Α) 1. αυτός που απεχθάνεται τη θήρα, το κυνήγι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισόθηρον η απέχθεια προς το κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + θηρος (< θήρ «άγριο θηρίο»), πρβλ. μιξό θηρος, φιλό θηρος] …   Dictionary of Greek

  • μισόθριξ — μισόθριξ, τριχος, ό, ἡ (Α) αυτός που απεχθάνεται το να έχει μακριά μαλλιά, που αποστρέφεται τη μακριά κόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + θρίξ, τριχός(πρβλ. μιξό θριξ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”